- αδιανοητεύομαι
- ἀδιανοητεύομαι (Μ) [ἀδιανόητος]μιλώ ακατανόητα, ακατάληπτα, ασυνάρτητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδιανοητεύεται — ἀδιανοητεύομαι speak unintelligibly pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιανόητος — η, ο (Α ἀδιανόητος, ον) αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη διάνοια, κατά συνέπεια ο ακατανόητος, ο ακατάληπτος αρχ. 1. αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται 2. μωρός, ανόητος 3. απερίσκεπτος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek